Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Το σωματίδιο Higgs. Το τέλος ή η αρχή της αναζήτησης του Θεού; Εορτή Αγίου Μενίγνου του Κναφέως 25 Νοεμβρίου 2012



Τον τελευταίο χρόνο τα Μέσα μαζικής Ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν σχεδόν καθημερινά με πληθώρα ανακοινώσεων σχετικά με την έρευνα που διεξάγεται για την ανακάλυψη του σωματιδίου του Higgs. Με το γνωστό υπερβολικό δημοσιογραφικό τρόπο το επιστημονικό και ερευνητικό αυτό θέμα έχει αποκτήσει πλέον μυθολογικές και μεταφυσικές διαστάσεις. Εκφράσεις, όπως «το σωματίδιο του θεού» ή «το μαγικό σωματίδιο» εξάπτουν τη φαντασία και αφήνουν χώρο για πολλές παρερμηνείες και διαστρεβλώσεις. Τελικά τι είναι αυτό το σωματίδιο; Ποια είναι η σημασία του στην επιστημονική έρευνα; Πως σχετίζεται με τις θεωρίες που μιλούν για τη δημιουργία του κόσμου; Πως σχετίζεται με τον Θεό; Είναι δυνατόν η ύπαρξη ενός τέτοιου σωματιδίου να δώσει απαντήσεις στους δύσπιστους σχετικά με την ύπαρξη του Θεού; Άραγε η ανακάλυψη του μποζονίου Higgs είναι το απόλυτο ραντεβού της ανθρωπότητας με τον Θεό; Είναι δυνατόν η παρουσία του να επηρεάσει τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας ή πολύ περισσότερο να ανατρέψει καθιερωμένες αντιλήψεις και πεποιθήσεις; Τελικά τι σκοπιμότητες υπηρετούνται πίσω από όλον αυτό το θόρυβο που έχει προκύψει; Ποιες είναι οι θέσεις της Εκκλησίας μας; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που προκύπτουν και στα οποία θα προσπαθήσουμε να δώσουμε απαντήσεις.  
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η έρευνα αυτή πραγματοποιείται στον  Ευρωπαϊκό Οργανισμό Πυρηνικών Ερευνών, ή όπως είναι γνωστός ως CERN (Conseil Européenne pour la Recherche Nucléaire, ή πλήρης τίτλος: Organisation Européenne pour la Recherche Nucléaire). Πρόκειται για το μεγαλύτερο πειραματικό κέντρο πυρηνικών ερευνών στον κόσμο με ειδίκευση στη σωματιδιακή φυσική υψηλών ενεργειών. Βρίσκεται κοντά στη Γενεύη στα σύνορα Ελβετίας και Γαλλίας. Ιδρύθηκε το 1954 από δώδεκα ευρωπαϊκές χώρες και σήμερα αριθμεί 20 κράτη-μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα και μάλιστα ως ιδρυτικό μέλος. Στο CERN λειτουργούν πολλοί επιταχυντές σωματιδίων, ένας εκ των οποίων είναι ο LHC (Large Hadron Collider, Μεγάλος Επιταχυντής Ανδρονίων), ο οποίος αναπτύσσεται σε υπόγεια κυκλική σήραγγα 29 χιλιομέτρων σε βάθος 100 μέτρων από την επιφάνεια της γης, και ο οποίος επιτρέπει στα πρωτόνια να επιταχύνονται σε πολύ υψηλές ενέργειες.
Μερικά απλά στοιχεία σωματιδιακής φυσικής είναι απαραίτητα για να κατανοήσουμε τι είναι αυτό το περίφημο σωματίδιο του Higgs. Στην περιγραφή της δομής της φύσης διακρίνουμε δύο είδη σωματιδίων. Αρχικά έχουμε τα σωματίδια που συγκροτούν την ύλη. Αυτά λέγονται φερμιόνια και διακρίνονται σε κουάρκς και λεπτόνια. Στη δεύτερη κατηγορία έχουμε τα σωματίδια που είναι υπεύθυνα για την μετάδοση των δυνάμεων και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των σωματιδίων και καλούνται φορείς των δυνάμεων. Οι δυνάμεις μεταξύ των σωματιδίων διακρίνονται σε τέσσερα είδη: (α) Την ηλεκτρομαγνητική δύναμη με φορέα το φωτόνιο, που περιγράφει όλα τα γνωστά μας ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα. (β) Την ασθενή πυρηνική δύναμη με φορείς τα σωματίδια (λέγονται μποζόνια) W+, W- και Z0, που περιγράφει, μεταξύ άλλων, τη διάσπαση του νετρονίου. (γ) Την ισχυρή πυρηνική δύναμη με φορείς οκτώ γκλουόνια που είναι υπεύθυνη για τη συγκρότηση του πρωτονίου, του νετρονίου και επομένως και του πυρήνα του ατόμου. (δ) Την βαρύτητα με φορέα το βαρυτόνιο, υπεύθυνη για τη συγκρότηση τoυ ηλιακού συστήματος, των γαλαξιών, του σύμπαντος ολόκληρου. Εκτός του βαρυτονίου, όλοι οι άλλοι φορείς έχουν πιστοποιηθεί και παρατηρηθεί πειραματικά. Τα τρία πρώτα είδη δυνάμεων μπορούν να περιγραφούν από ένα κοινό θεωρητικό μοντέλο, το επονομαζόμενο Καθιερωμένο Μοντέλο ή Καθιερωμένο Πρότυπο (Standard Model).
Γνωρίζουμε ότι η ασθενής πυρηνική δύναμη έχει μικρή ακτίνα δράσης. Επομένως, οι φορείς της, τα μποζόνια W+, W- και Z0 θα πρέπει να έχουν μάζα. Όμως σύμφωνα με το Καθιερωμένο Μοντέλο δεν προβλέπεται η ύπαρξη φορέων δυνάμεων, οι οποίοι να έχουν μάζα.  Το ξεπέρασμα αυτής της δυσκολίας μπήκε στο τραπέζι της έρευνας έντονα όταν άρχισε η προσπάθεια ενοποίησης της  θεωρίας του ηλεκτρομαγνητισμού με μια αντίστοιχη για την ασθενή πυρηνική αλληλεπίδραση. Το πρόβλημα, ουσιαστικά είναι η παρουσία, στις μαθηματικές εκφράσεις της θεωρίας, όρου που να περιγράφει την μάζα του αντίστοιχου φορέα.
Το πρόβλημα αυτό προσπάθησε να ξεπεράσει ο Άγγλος φυσικός Higgs (αλλά και άλλοι επιστήμονες, όπως οι Brout, Englert, Guralnik, Hagen, Kibble και Nambu) εμφανίζοντας όρους μάζας για τα σωματίδια φορείς της ασθενούς πυρηνικής αλληλεπίδρασης. Για να γίνει αυτό απαιτήθηκε η εισαγωγή στη θεωρία ενός νέου σωματιδίου με "παράξενες" ιδιότητες. Το νέο σωματίδιο, το οποίο ονομάστηκε σωματίδιο Higgs, διαφέρει τόσο από τα σωματίδια ύλης (κουάρκς και λεπτόνια) όσο και από τα σωματίδια φορείς των αλληλεπιδράσεων, αλληλεπιδρά δε μαζί τους. Το σωματίδιο αυτό ουσιαστικά είναι υπεύθυνο για να προσδίδει μάζα στα στοιχειώδη σωματίδια.
Σύμφωνα με τον Higgs και τους συνεργάτες του, ολόκληρο το σύμπαν «διαποτίζεται» από ένα πεδίο, αντίστοιχο κατά μια έννοια με το ηλεκτρομαγνητικό. Καθώς τα διάφορα σωματίδια κινούνται μέσα στο χώρο διασχίζοντας το πεδίο αυτό, κάποια από αυτά αλληλεπιδρούν μαζί του και φαίνεται ότι αποκτούν μάζα. Όσο μάλιστα περισσότερο αλληλεπιδρούν, τόσο μεγαλύτερη είναι και η μάζα που αποκτούν, ενώ εκείνα που δεν αλληλεπιδρούν καθόλου παραμένουν χωρίς μάζα. Σύμφωνα όμως με την κβαντική θεωρία, κάθε πεδίο σχετίζεται και με ορισμένα σωματίδια, όπως για παράδειγμα το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο με τα φωτόνια. Θα πρέπει επομένως να υπάρχει και ένα σωματίδιο, το μποζόνιο Higgs, το οποίο να αντιστοιχεί στο προαναφερόμενο πεδίο. Με πιο απλά λόγια το πεδίο Higgs επιβραδύνει στοιχειώδη σωματίδια χωρίς μάζα - όπως ένα δοχείο με μέλι επιβραδύνει μία σφαίρα μεγάλης ταχύτητας. Έτσι εφόσον αυτά τα σωματίδια αποκτούν πλέον ταχύτητες μικρότερες αυτής του φωτός θα μετατρέπουν την ενέργειά τους σε μάζα. Άλλα όμως σωματίδια - όπως τα φωτόνια - είναι απρόσβλητα στο πεδίο: δεν επιβραδύνονται και παραμένουν χωρίς μάζα. Έτσι μπορούμε να  φανταστούμε το μποζόνιο  Higgs  με ιδιότητες αόρατης διαστημικής κόλλας που  υπάρχει στο Σύμπαν και το οποίο μεταφέρει τις κολλητικές του ιδιότητες με διαφορετική ένταση, δηλαδή με διαφορετική μάζα στα διάφορα σωματίδια του Καθιερωμένου Μοντέλου. 
Η ύπαρξη του σωματιδίου του Higgs συνδέεται άμεσα με τη θεωρία της δημιουργίας του κόσμου. Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» (Big Bang), που κυριαρχεί σήμερα στην επιστήμη, είναι αυτή που προσπαθεί να ερμηνεύσει τον τρόπο της δημιουργίας του Σύμπαντος και του κόσμου. Οι επιστήμονες ύστερα από διάφορες παρατηρήσεις «συμφωνούν ότι το σύμπαν ξεκίνησε σαν ένα άπειρα πυκνό, μηδενικών διαστάσεων σημείο καθαράς ενέργειας» (Francis Collins). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το Σύμπαν άρχισε από μία αρχέγονη κατάσταση πολύ υψηλής πυκνότητος να διαστέλλεται ταχύτατα, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της αρχικής πυκνότητας και πτώση της θερμοκρασίας. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος μειώθηκε αρκετά και επέτρεψε το σχηματισμό ορισμένων πυρήνων. Έτσι, δημιουρ­γήθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες υδρογόνου, ηλίου και λιθίου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τις σύγχρονες παρατηρήσεις.
Το πρώτο τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη Έκρηξη τίποτα στο Σύμπαν δεν είχε μάζα. Στη συνέχεια, όμως, εμφανίστηκε το πεδίο του Higgs, το οποίο έδωσε μάζα στα ως τότε χωρίς μάζα σωματίδια. Έτσι η θεωρία της μεγάλης έκρηξης συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται και άρα αποκτά ισχυρότερη πειραματική θεμελίωση. Το κομμάτι του puzzle που έλειπε βρέθηκε.
Η θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης για την προέλευση του σύμπαντος ήταν μια έκπληξη: θυμίζει τόσο πολύ την Αγία Γραφή, ώστε το 1951 ο πάπας τη χαιρέτισε με ενθουσιασμό! Οι επιστήμονες που την υποστήριζαν κατηγορήθηκαν ότι την επινόησαν για να «αποκαταστήσουν το χριστιανισμό», που η διεθνής επιστημονική κοινότητα καμάρωνε για την κατάργησή του στα μυαλά των «λογικών ανθρώπων» (Simon Singh, Big Bang, εκδ. Τραυλός 2005, σελ. 414-419). Οι σύγχρονοι μεγάλοι επιστήμονες, αφού έκαναν εξαντλητικές προσπάθειες και πολύπλοκες παρατηρήσεις και υπολογισμούς κατέληξαν σήμερα να στέκονται με σεβασμό και δέος μπροστά στον θεόπτη Μωυσή, ο οποίος περισσότερο από 3000 χρόνια πριν διακήρυττε: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και τη γην». Η μεγαλύτερη επιστημονική ανακάλυψη της εποχής μας» λέει ο καθηγητής Paul Davies «είναι ότι το υλικό σύμπαν δεν υπήρχε πάντοτε». Ο κόσμος δηλαδή κάποτε γεννήθηκε. Έχει αρχή. Συμπληρώνει χαρακτηριστικά ο Απόστολος Παύλος: «δι’ Αυτού (του Χριστού) εκτίσθησαν τα πάντα, τα εν τοις ουρανοίς και τα επί της γης, τα ορατά και τα αόρατα, είτε θρόνοι είτε κυριότητες, είτε αρχαί, είτε εξουσίαι· τα πάντα δι’ Αυτού και εις Αυτόν εκτίσθησαν· και Αυτός είναι προ πάντων, και τα πάντα συντηρούνται δι’ Αυτού» (Κολοσσαείς α’ 16-17). Σε άλλο σημείο τονίζει: «Πας οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε τα πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. Γ’ 4). Κάθε σπίτι έχει τον κατασκευαστή του. Εκείνος όμως που δημιούργησε τα πάντα είναι ο Θεός. «Πάντα δι’ Αυτού εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» (Ιωαν. α’ 2,3) κατά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Από ορθόδοξη σκοπιά, το πρόβλημα της κοσμογονίας έχει λυθεί ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν ο μέγας Βασίλειος, ερμηνεύοντας την αρχή της Γένεσης στις περίφημες Ομιλίες εις την Εξαήμερον με τη βοήθεια όλων των επιστημονικών γνώσεων της εποχής του, είπε: «Ου γαρ ελαττούται η επί τοις μεγίστοις έκπληξις επειδάν ο τρόπος καθ’ ον γίνεται τι των παραδόξων εξευρεθή» (δεν ελαττώνεται ο θαυμασμός μας για τα μεγαλεία της δημιουργίας όταν ανακαλυφθεί ο τρόπος με τον οποίο έγιναν.( Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Α΄, 10)
Ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί ότι η Γένεση λειτουργεί ως προτροπή για επιστημονική έρευνα: «Ειπών, Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην, πολλά απεσιώπησεν, ύδωρ, αέρα, πυρ, τα εκ τούτων απογεννώμενα πάθη … παρέλιπε δε η ιστορία, τον ημέτερον νουν γυμνάζουσα προς εντρέχειαν, εξ ολίγων αφορμών παρεχομένη επιλογίζεσθαι τα λειπόμενα». Γράφοντας “Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη”, πολλά αποσιώπησε, το νερό, τον αέρα, τη φωτιά και τις ενώσεις που προέρχονται απ’ αυτά… τα παρέλειψε δε η διήγηση, για να γυμνάσει το δικό μας νου, κάνοντάς μας από μικρές αφορμές να ανακαλύψουμε τα υπόλοιπα, (Μ. Βασιλείου, Εις την Εξαήμερον, Ομιλία Β΄, 3).
Το βιβλίο λοιπόν της Γένεσης δεν είναι βιβλίο κοσμολογίας, ούτε βιολογίας. Δε θέλει να δώσει γνώση του πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά να θέσει κάποιες θεολογικές αρχές, με βάση τις οποίες προτείνει την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και της σχέσης ανθρώπου-κόσμου και ανθρώπου-Θεού. Τέτοιες αρχές είναι π.χ. ότι δεν υπάρχουν πολλοί θεοί, αλλά ένας, ότι τα άστρα, η γη, τα ζώα, τα δέντρα κ.τ.λ. δεν είναι θεοί, αλλά δημιουργήματα, ότι ο άνθρωπος ξεκίνησε από μια ζωή σχέσης με το Θεό, τον οποίο αποστράφηκε στη συνέχεια κ.τ.λ.
Όμως, παραδόξως, οι αναφορές της Γένεσης στα ίδια τα γεγονότα της κοσμογονίας έχουν αναλογίες με τις προτάσεις τις σύγχρονης επιστήμης για το πώς έγιναν τα πράγματα. Έτσι χτυπούν ένα καμπανάκι που λέει ότι θα ήταν καλό να προσέξουμε το βιβλίο αυτό της Παλαιάς Διαθήκης. Το αποκορύφωμα της αναλογίας ανάμεσα στη Γένεση και τη σημερινή επιστήμη είναι η περιγραφή της δημιουργίας των γήινων όντων (κεφ. 1), που ακολουθεί μια σειρά σχηματική βέβαια, αλλά επιστημονικά σωστή: α) φυτά (χόρτα και δέντρα), β) ερπετά, κήτη πουλιά, γ) θηλαστικά και ερπετά, δ) ο άνθρωπος.
Το σωματίδιο του Higgs ονομάστηκε «σωματίδιο του Θεού». Το όνομα αυτό δόθηκε στο αναζητούμενο σωματίδιο με την έννοια ότι είναι το πρώτο που εμφανίζεται στο σύμπαν και η εμφάνισή του συμβάλλει αποφασιστικά στη Μεγάλη Έκρηξη, με την οποία δημιουργήθηκε το σύμπαν. Άρα, είναι το σωματίδιο που «χρησιμοποίησε ο Θεός» για τη Δημιουργία.
Πρόκειται για μια ονομασία καθαρά συμβολική. Στο πείραμα του
CERN δεν αναζητείται ο Θεός, ούτε πρόκειται να ανακαλυφθεί ο Θεός με τις μεθόδους της επιστήμης.
Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία «φοβάται» την ανακάλυψη του «σωματιδίου Higgs»! Το ίδιο αφελές είναι να φοβόμαστε τις «συγκρούσεις» μεταξύ επιστήμης και θεολογίας. Ο L. Pasteur συνήθιζε να λέει: «Η ολίγη επιστήμη μας απομακρύνει από τον Θεό, η αληθινή επιστήμη μάς πλησιάζει κοντά Του». Στην Παλαιά Διαθήκη ο σοφός Σειράχ λέγει ότι ο Θεός «έδωκεν ανθρώποις επιστήμην ενδοξάζεσθαι εν τοις θαυμασίοις αυτού» (Σ. Σειράχ λη’ 6). Ο Θεός έδωσε την επιστήμη στους ανθρώπους για να Τον δοξάζουν μελετώντας τα θαυμάσια της δημιουργίας Του.
Η ορθόδοξη χριστιανική θεολογία διακρίνει δύο είδη γνώσεως: την κοσμική και την θεία. Η κοσμική γνώση κινείται στο επίπεδο του κτιστού και αδυνατεί να προσεγγίσει το άκτιστο, το θείο. Η θεία γνώση αναφέρεται στο επίπεδο του ακτίστου και αποκαλύπτει στον κόσμο τον κατά Θεόν σκοπό του. Ο Μέγας Βασίλειος λέει πως: «την επιστήμη την ενδιαφέρει  το πως έγινε ο κόσμος, ενώ τη θεολογία το ποιος και το γιατί έκανε τον κόσμο...».
Η κοσμική επιστήμη έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Αντικειμενοποιεί τον κόσμο και επιδιώκει παντού και πάντοτε την αντικειμενικότητα. Μολονότι στηρίζεται στο υποκείμενο, δηλαδή τον άνθρωπο και πραγματοποιεί τις προόδους και τα άλματά της με προσωπικές εμπνεύσεις, προσπαθεί να αποφεύγει την υποκειμενικότητα.
Η θεία γνώση όμως έχει προσωπικό χαρακτήρα. Δεν κινείται στο επίπεδο των αντικειμενοποιήσεων, ούτε γίνεται αντικειμενική. Οδηγεί βέβαια και σε αντικειμενοποιήσεις, αλλά αυτές δεν συνιστούν την ουσία της. Η θεία γνώση είναι καρπός υπαρξιακής κοινωνίας, κοινωνίας αγάπης. Και αυτή έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Η εμπειρία της όμως δεν κινείται στο επίπεδο των σωματικών αισθήσεων, αλλά των πνευματικών αισθήσεων και της πνευματικής κοινωνίας. Ως κοινωνία και εμπειρία του άπειρου και υπερβατικού Θεού η γνώση αυτή είναι άπειρη και υπερβατική. Και έχει τα γνωρίσματα αυτά, όχι εξαιτίας αβεβαιότητας ή σχετικότητας, αλλά εξαιτίας μεγέθους και απειρότητας.
Η επιστημονική γνώση επαληθεύεται με το  πείραμα. Από την άλλη πλευρά η θεία γνώση προσφέρεται ως εμπειρία και επαληθεύεται από τον άνθρωπο σε προσωπικό επίπεδο, όταν αυτός συντονίζεται με το θείο θέλημα, δηλαδή με τη θεία ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειραματισθεί με το θέλημα του Θεού, τηρώντας την εντολή του, οπότε βλέπει και την επαλήθευση του πειράματός του. Άλλωστε στο πείραμα αυτό καλείται ο καθένας από τον ίδιο τον Χριστό: «Εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν ή εγώ απ’ εμαυτού λαλώ». Χαρακτηριστικές είναι και οι σχετικές προτροπές της Αγίας Γραφής: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος», ή «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς… και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών».
Μεταξύ κοσμικής ή επιστημονικής γνώσεως και θείας γνώσεως δεν μπορεί καταρχήν να υπάρχει σύγκρουση, γιατί η καθεμία από αυτές κινείται στο δικό της επίπεδο και έχει τον δικό της χαρακτήρα. Τα δύο αυτά είδη της γνώσεως είναι καλά και ωφέλιμα για τον άνθρωπο. Παρά ταύτα όμως  δεν είναι ισάξια ούτε εξίσου απαραίτητα. Όσοι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο επίπεδο της εγκοσμιότητας, προτάσσουν ή και απολυτοποιούν την επιστημονική γνώση, στερούν από τον εαυτό τους τη γνώση που οδηγεί στην ελευθερία του Πνεύματος. Όσοι πάλι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο υπερβατικό επίπεδο, παραθεωρούν τη σχετική αξία  της εγκόσμιας γνώσης, που διευκολύνει την εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών.
Το αντικείμενο της επιστήμης είναι τα φυσικά και χημικά φαινόμενα. Ερωτήματα του τύπου “ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξης μας”, “γιατί υπάρχουμε”, δεν ανήκουν στο αντικείμενο που εξετάζει η επιστήμη. Η επιστήμη ασχολείται με το «πως», ενώ η θρησκεία με το «ποιος» και το «γιατί». Τα δύο αυτά πράγματα είναι συμπληρωματικά και όχι αντίθετα. Ακόμα και αν η επιστήμη αναλύσει πλήρως και με κάθε λεπτομέρεια το πως λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος και πως παράγει τη σκέψη, πάλι δεν θα έχει ακουμπήσει καν το θέμα του «γιατί» λειτουργεί έτσι όπως λειτουργεί! Η αρχή του σύμπαντος, ο λόγος για τον οποίο υπάρχουμε είναι εκτός του αντικειμένου της επιστήμης. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η επιστήμη ασχολείται με το φυσικό κόσμο και τα φυσικά φαινόμενα, ενώ η θρησκεία με τα υπερφυσικά.
     Υπάρχουν πολλά ανεξήγητα φαινόμενα, τα οποία όμως είναι αληθινά και που αφορούν τον πνευματικό κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν φαινόμενα, τα οποία η επιστήμη ποτέ δεν θα μπορέσει να τα εξηγήσει, γιατί δεν χρησιμοποιεί τις κατάλληλες μεθόδους.
Η σημερινή επιστήμη δεν μπορεί να εξηγήσει το πως “εγώ” αισθάνομαι, το πως “εγώ” έχω συνείδηση του εαυτού μου, το γιατί μπορεί να αισθανθώ θλίψη ακούγοντας ένα αγαπημένο τραγούδι ή το γιατί μπορεί να χαρώ βλέποντας έναν φίλο. Το “γιατί υπάρχουμε” δεν μπορεί να απαντηθεί μέσα στο εργαστήριο. Το τι είναι “καλό” δεν μπορεί να βρεθεί με πειραματικές μετρήσεις. Τα παραπάνω “δεδομένα” ή τα “επιστημονικά μοντέλα” δεν λύνουν τα προβλήματα ανθρωπίνων σχέσεων που καθημερινά μας απασχολούν.
     Δε μπορεί η επιστήμη να εξηγήσει πως εμφανίστηκαν οι προφητείες για την έλευση του Μεσσία, οι οποίες όλες πραγματοποιήθηκαν. Δε μπορεί να πει πως ο προφήτης Ησαΐας, 700 χρόνια πριν την γέννηση του Χριστού προείπε τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής Του, και γι' αυτό χαρακτηρίστηκε ως ο πέμπτος ευαγγελιστής. Δε μπορεί να εξηγήσει την διορατική χάρη που έχουν οι άγιοι και να μας πει με ποιες φυσικές μεθόδους απέκτησαν οι άγιοι αυτή τη χάρη και πως μπορούσαν μόλις έβλεπαν έναν άνθρωπο άγνωστο, αμέσως να καταλαβαίνουν την καρδιά του, να διαβάζουν τις σκέψεις του και να δίνουν απάντηση σ' αυτά που τον προβλημάτιζαν.
     Δεν θα μας το εξηγήσει ποτέ η επιστήμη, γιατί βρίσκεται μακριά απ' αυτό που είναι η βάση της θρησκείας – δηλαδή, από την πίστη. Αν διαβάσετε τα βιβλία εκείνων από τους επιστήμονες που επιχειρούν να ανασκευάσουν τη θρησκεία θα δείτε πόσο επιφανειακά αυτοί βλέπουν τα πράγματα. Δεν καταλαβαίνουν την ουσία της θρησκείας και όμως την κρίνουν. Η κριτική τους δεν αγγίζει την ουσία της πίστεως, την οποία αδυνατούν να καταλάβουν, αλλά τους τύπους, τις εκδηλώσεις δηλαδή του θρησκευτικού συναισθήματος. Την ουσία της θρησκείας και της πίστεως δεν την καταλαβαίνουν. Γιατί όμως; Γιατί ο Κύριος Ιησούς Χριστός λέει, «Ουδείς δύναται ελθείν προς με, εάν μη ο Πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν» (Ιω. 6, 44).
Ωστόσο, τόσο η επιστήμη όσο και η θρησκεία βασίζονται σε κάποια “πίστη”. Η επιστήμη στην πίστη ότι υπάρχει η “απόλυτη αλήθεια” και ότι η λογική μπορεί να μας οδηγήσει σε αυτήν, η θρησκεία στην πίστη ότι υπάρχει κάποιος ανώτερος σκοπός για τον άνθρωπο (και κατά συνέπεια και ο Θεός).
Όπως είπε και ο Αϊνστάιν, “Επιστήμη χωρίς θρησκεία είναι ανάπηρη, θρησκεία χωρίς επιστήμη είναι τυφλή” (Science without religion is lame, religion without science is blind). Η επιστήμη μετράει, ενώ η θρησκεία ασχολείται με τα μη-μετρήσιμα πράγματα. Και είναι αυτά τα πράγματα, για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε “επιστημονικά”, που μας κάνουν να διαφέρουμε από τα ζώα.
Η συνένωση, και πολύ περισσότερο η ταύτιση των δύο επιπέδων της γνώσεως, που προωθήθηκε κατά το μεσαίωνα με την καλλιέργεια της επιστημονικής έρευνας μέσα στους κόλπους του δυτικού μοναχισμού, ήταν αθεολόγητη και συχνά βλαπτική. Αυτή οδήγησε αργότερα, με την παρέμβαση και της εκκλησιαστικής εξουσίας, στη σύγκρουση θεολογίας και επιστήμης, που είχε με τη σειρά της τις γνωστές τραγικές συνέπειες.
Η διαμάχη επιστημόνων και θεολόγων ή εκπροσώπων της θεσμικής Εκκλησίας για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής ταλαιπώρησε την ευρωπαϊκή διανόηση σε όλο το διάστημα των νεώτερων χρόνων. Ήταν μια διαμάχη για την εξουσία της «πίστης» ή του «ορθού λόγου», που ξεκίνησε το μεσαίωνα με τη διεκδίκηση των επιστημόνων να ερευνούν χωρίς το φόβητρο της Ιεράς Εξέτασης.
Τα πρώτα βήματα στην κήρυξη του πολέμου είχαν γίνει από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με την καταδίκη των προσπαθειών των πρωτοπόρων της νεώτερης αστρονομίας (απαγόρευση από τον πάπα του Περί των περιφορών των ουρανίων σφαιρών του Κοπέρνικου το 1593, καταδίκη του Γαλιλαίου το 1632 κλπ), ενώ η επιστήμη εκδικήθηκε, αρχικά με τους διαφωτιστές, που συχνά στρατεύθηκαν με ένταση κατά της Εκκλησίας (όπως ο Βολταίρος), και, το 19ο αιώνα, με τη θεωρία του Δαρβίνου, που χρησιμοποιήθηκε ως όπλο στον αγώνα εναντίον της Εκκλησίας. Το συγκεκριμένο χάσμα προέκυψε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πορεία της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Ο θετικισμός και η λογική που τον συνοδεύει ως προς την ερμηνεία του φυσικού κόσμου ξεκινά ήδη από την εποχή του Σχολαστικισμού και τον Θωμά τον Ακινάτη και διαμέσου, της Μεταρρύθμισης και του Διαφωτισμού διέγραψε τη δική του ιστορική πορεία. Φυσικά, η εν λόγω διαμάχη μεταφυτεύθηκε με επιτυχία και στην καθ’ ημάς Ανατολή, με τους δήθεν «διαφωτισμένους» να αναζητούν παρόμοια σχήματα καταπίεσης και δογματισμού και στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Πέρα όμως από την θετική στάση της για την κοσμική γνώση και επιστήμη, η θεολογία δεν παύει να επισημαίνει τη σχετικότητα και την προσκαιρότητα που τις διακρίνει. Η κοσμική γνώση είναι χρήσιμη, όχι όμως και πάντοτε απαραίτητη για την καταξίωση και την εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου. Πάνω και πέρα από αυτήν βρίσκεται η αλήθεια που οδηγεί στη θεογνωσία και τη σωτηρία. Και η αλήθεια αυτή δεν πηγάζει από τα αντικείμενα ούτε είναι αντικειμενική. Είναι αλήθεια ζωής  και κοινωνίας, αγάπης και ειρήνης, κάλλους και ελευθερίας, είναι αλήθεια που προσιδιάζει στα πρόσωπα· αλήθεια προσωπική. Αυτή είναι η αλήθεια του Χριστού, ή ακριβέστερα, αυτή η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Χριστός: «Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος».
Η επιστημονική έρευνα, ως μέσο προσεγγίσεως της κοσμικής αλήθειας, έχει καταρχήν θετική αξία. Το ίδιο ισχύει και για τις κατακτήσεις ή τις εφαρμογές της επιστημονικής έρευνας. Όλα αυτά δεν είναι έργα του διαβόλου, αλλά του ανθρώπου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα Θεού». Βέβαια ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα Θεού» ο άνθρωπος οφείλει να διατηρεί ζωντανή την κατακόρυφη σχέση με το Δημιουργό του. Πρέπει και ο νους του, που αποτελεί το υψηλότερο στοιχείο της υπάρξεώς του, να φωτίζεται από τον Θεό. Άλλωστε μόνο με την προϋπόθεση αυτή μπορεί ο ανθρώπινος νους να λειτουργεί κατά φύση. Και όταν γίνεται αυτό, το έργο που  παράγεται και σε οριζόντιο επίπεδο είναι θετικό.
Τελικά, γιατί γίνεται τόσος θόρυβος από μία επιστημονική ανακάλυψη; Τι κρύβεται πίσω από όλη αυτήν την ιστορία;
Όλα όσα προαναφέραμε οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διανοητικὴ δύναμη του ανθρώπου είναι τεράστια. Ποτὲ δεν είχε εκφρασθεί η έκτασή της όσο στην εποχή μας. Με την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας μπορούμε να ερμηνεύσουμε, να κατανοήσουμε και να κατορθώσουμε ασύλληπτα πράγματα. Αυτὰ δημιουργούν ένα αίσθημα αλαζονικής αυτάρκειας, εγωπαθούς ανθρωποκεντρισμού και μυωπικού και αφιλοσόφητου υλισμού. Συρρικνώνουν τον άνθρωπο χρονικὰ στο παρὸν και την επικαιρότητά του, και η αξία του πνεύματός του έγκειται μόνον στη δυνατότητα ερμηνείας και αξιοποίησης του υλικού, του αισθητού και ορατοῦ κόσμου. Η απολυτοποίηση της πραγματικότητος έπνιξε την αναζήτηση της αλήθειας. Ξεπερνούμε την ταχύτητα του ήχου, διασπούμε το  άτομο, υπερνικούμε τη δράση της βαρύτητας, διαφεύγουμε απὸ την ατμόσφαιρα στο διάστημα, επιθυμούμε να δούμε πριν απὸ την αρχὴ και να δρασκελίσουμε το άπειρο, όλο όμως και βυθιζόμαστε στο βαρυτικὸ πεδίο της φιλοσοφικής μυωπίας μας. Γονιμοποιούμε πλέον έξω απὸ το σώμα, μεταμοσχεύουμε όργανα, παρεμβαίνουμε στις ψυχικὲς εκδηλώσεις, θεραπεύουμε πολλές ασθένειες που πριν ήταν ανίατες. Δημιουργούμε ηθική, δεοντολογία και νόμους που διευκολύνουν και επιβάλλουν τις δικές μας αποφάσεις. Συγκεντρώνουμε ασύλληπτο όγκο πληροφοριών. Αξιοποιούμε τον νανο-κόσμο και εκεί που τίποτα δε διακρίνεται αντικρύζουμε νέες δυνατότητες να παρέμβουμε τεχνολογικὰ στην καθημερινότητά μας. Λύνουμε τα προβλήματά μας με το χρήμα καὶ τὴ δύναμη. Κάνουμε σχεδόν ό,τι θέλουμε.
Μεθυσμένοι απὸ το κατόρθωμα της τεχνολόγησης του κόσμου χάσαμε το ενδιαφέρον του Ποιός και του πως της δημιουργίας Του. Η δόξα της ανθρώπινης επιτυχίας εκμηδένισε τη δόξα του Θεού δημιουργού. Για κάποιον λόγο οι άνθρωποι της εποχής μας επιθυμούν να δημιουργήσουν αυτόματη ζωή, να ερμηνεύσουν τις σύγχρονες εξελικτικὲς θεωρίες της ζωής έστι ώστε νὰ καταδεικνύεται η ζωώδης προέλευση του ανθρώπου. Προτιμούν να διακηρύσσουν ότι ο υλικὸς κόσμος, το σύμπαν, είναι αποτέλεσμα τύχης, προέκυψε δηλαδὴ εκ του μηδενὸς χωρὶς θεϊκὴ παρέμβαση ή ότι είμαστε μία «ανακατανομὴ του τίποτα», δηλαδὴ όντα που προέκυψαν τυχαία απὸ το μπέρδεμα του τίποτα με τον εαυτό του, παρὰ να ομολογήσουν ότι είμαστε θεόπλαστοι, μάλιστα «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Προβάλλεται έτσι μία ανθρωπολογία εξωφρενικὴ μόνο και μόνο για να διώξει στο περιθώριο το μεγαλείο του «εν τιμή όντος ανθρώπου». Προτιμάται η υλικότητα ή η τυχαιότητα, η εφημερότητα και η ζωικότητα της ανθρώπινης φύσης, προκειμένου να ανατραπεί η θεϊκή της προέλευση. Προβάλλεται ένας άνθρωπος δυνατὸς σαν δεινόσαυρος, με παρελθὸν πιθήκου, με προέλευση αμοιβάδας, με προοπτικὴ το μηδέν, θνητὸς θεὸς ο ίδιος, χωρὶς το μυστήριο του αιώνιου Θεού μέσα του ή την παρουσία Του γύρω του.  Όλα αυτὰ προφανώς καταργούν το λόγο και τη βεβαιότητα του επέκεινα, του έξω απὸ μας, τον κόσμο και τη λογική μας. Δεν υπάρχει η ανάγκη του Θεού. Ούτε η προσδοκία Του. Το ποιος και το πως, το ποιος δηλαδὴ είναι ο αληθινὸς Θεὸς ή το τι είναι, αν είναι δύναμις ή έννοια ή οντότητα ή πρόσωπο ή το πως ενεργεί και το γιατὶ ενεργεί έτσι, δεν υφίστανται πλέον ούτε ως ερωτήματα. Το μόνο που ακόμη ακούγεται είναι το αν και το που. Το αν υπάρχει Θεὸς και το που είναι, γιατὶ δεν εμφανίζεται με τρόπους συμβατοὺς με τη λογικὴ και τις αισθήσεις μας. Και αυτὸ όχι ως προβληματισμὸς που οδηγεί σε αναζήτηση, αλλὰ ως αμφισβήτηση που διακηρύσσει την απόρριψη. Ακόμη και οι πιστοί, όσοι ομολογούμε πίστη, έχουμε μπολιαστεί απὸ ερωτήματα τέτοιας αμφισβήτησης.
Η τραγικὴ διαπίστωση είναι ότι τον Θεὸ δεν Τον θέλει η εποχή μας. Επιμένει ότι δεν υπάρχει. Αυτὸ που παραμένει είναι το φαινόμενο και η κουλτούρα της θρησκείας. Οι θρησκείες όμως είναι προϊόντα κάποιας άλλης εποχής που εμείς κληρονομήσαμε και τώρα, ενώ δεν τις έχουμε ανάγκη, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε. Δεν μας χρειάζεται ένας θεὸς για να εξηγήσουμε τον κόσμο. Πλέον τα εξηγούμε όλα με την επιστήμη μας και κάνουμε ό,τι θέλουμε με την τεχνολογία μόνοι μας. Αυτοὶ που τη χρειάζονται είναι όλο και λιγότεροι, όλο και πιο άρρωστοι. Τελικὰ τον Θεὸ ούτε τον βλέπουμε ούτε τον χρειαζόμαστε ούτε και τον θέλουμε. Δεν είναι κάποιος, αλλὰ είναι κάτι που με κάθε τρόπο πρέπει να αποβληθεί απὸ τη ζωή μας! Αυτὰ προσπαθούν να μας κάνουν να πιστεύσουμε. Η Βαβελικὴ αντίληψη αναβιώνει στον 21ο αιώνα όσο ποτὲ ξανά. Τελικά, η εποχή μας, αγνοώντας την ελευθερία της αλήθειας, μας σκλαβώνει στη φυλακὴ της πραγματικότητας.
          Η τραγική διαπίστωση είναι ότι ολοένα και περισσότερο ερμηνεύουμε τον απέραντο και θαυμαστό κόσμο που μας περιβάλλει και ανακαλύπτουμε νέα στοιχεία με την επιστήμη, χωρίς όμως να επιδιώκουμε να ανακαλύψουμε Αυτόν που μας την έδωσε. Παλεύουμε να εξηγήσουμε τα πάντα χωρίς τη δική του μεσολάβηση και παρουσία.
Συμπερασματικά η ανακάλυψη του σωματιδίου του Higgs δεν πρόκειται να πει τίποτε απολύτως για το αν υπάρχει Θεός Δημιουργός ή όχι. Απλώς θα προσφέρει απαντήσεις σχετικά με το πώς έγιναν τα πράγματα, αφήνοντας όμως κατά μέρος το “γιατί” έγιναν και το “από ποιον” έγιναν. Ας καθαρίσουμε την καρδιά μας από τα πάθη, ας καλλιεργήσουμε τις αρετές και ας προσπαθήσουμε με πίστη και μέσα στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας να προσεγγίσουμε τον Θεό. Τότε μόνο θα αποκτήσουμε «πείραν Θεού». Τότε μόνο θα αλλάξει η ζωή μας, θα αποκτήσει πραγματικό νόημα και θα πλημυρίσει από φως, από το ανέσπερο φως που ξεπηδάει από το σπήλαιο της Βηθλεέμ και τον Πανάγιο Τάφο.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΕΚΛΟΓΕΣ ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ.





Την Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012 μετά τον εορτασμό του προστάτου των Χημικών , Αγίου Μενίγνου του Κναφέα  θα πραγματοποιηθεί Γενική Συνέλευση , Απολογισμός πεπραγμένων απερχόμενου Δ.Σ. και Αρχαιρεσίες για την Ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου μας .

Σημείωση: Όσα από τα μέλη του Συλλόγου επιθυμούν να είναι υποψήφιοι στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη νέου ΔΣ παρακαλούνται να το δηλώσουν είτε στον π. Ευάγγελο Μαρκαντώνη (6973824116) fevmark@hotmail.com είτε στον ταμία κ. Γεώργιο Μπάκαλα (6932058022) gbakalas@freemail.gr    μέχρι και το Σάββατο 24.11.2012.